υφυπουργός

υφυπουργός
ο
ανώτατος κρατικός λειτουργός, μέλος της κυβέρνησης, αλλά με περιορισμένη δικαιοδοσία σε τμήμα της ευρύτερης δικαιοδοσίας του υπουργού: Υφυπουργός Οικονομικών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υφυπουργός — ο, η, Ν κρατικός λειτουργός που δραστηριοποιείται δίπλα στον υπουργό και είναι επικεφαλής υπηρεσιών και κλάδων ή, σπανιότερα, αυτοτελούς υφυπουργείου, τής κεντρικής κρατικής διοίκησης και τού οποίου η θέση και οι αρμοδιότητες συμπίπτουν κατά… …   Dictionary of Greek

  • Μπένος, Σταύρος — (Καλαμάτα 1947 –). Πολιτικός, τοπογράφος μηχανικός. Φοίτησε στην σχολή αγρονόμων – τοπογράφων μηχανικών του Α.Π.Θ. Το 1978 εξελέγη δήμαρχος Καλαμάτας, αξίωμα στο οποίο επανεξελέγη στις δημοτικές εκλογές του 1982 και του 1986. Ως δήμαρχος… …   Dictionary of Greek

  • Τσαλδάρης, Αθανάσιος — (Αθήνα 1921 –). Πολιτικός. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1921 και σπούδασε νομικά και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Ασχολήθηκε πολύ νέος με την πολιτική αφού προερχόταν… …   Dictionary of Greek

  • Τσάμπερλεν — (Chamberlain). Επώνυμο 3 Άγγλων πολιτικών. 1. Τ. Τζότζεφ (1836 – 1914). Αρχικά ασχολήθηκε με το εμπόριο και με διάφορες βιομηχανικές επιχειρήσεις, που του απέφεραν τεράστια περιουσία. Το 1874 εγκατέλειψε τις επαγγελματικές του ασχολίες και… …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • Βανς, Σάιρους Ρόμπερτς — (Cyrus Roberts Vance, Κλάρκσμπουργκ, Δυτική Βιρτζίνια 1917 – 2001). Αμερικανός νομικός, διπλωμάτης και πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο του Γέιλ και ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως δικηγόρος αρχικά στη Νέα Υόρκη και στη… …   Dictionary of Greek

  • Γλάδστον, Γουίλιαμ Έβαρτ — (William Ewart Gladstone, Λίβερπουλ 1809 – Χάρντεν, Ουαλία 1898). Άγγλος πολιτικός. Άρχισε την κοινοβουλευτική σταδιοδρομία του –που κράτησε πάνω από 60 χρόνια– τον Ιανουάριο του 1833 ως βουλευτής του συντηρητικού κόμματος και γρήγορα μπήκε στην… …   Dictionary of Greek

  • Δοξιάδης, Κωνσταντίνος — (Στενήμαχος, Ανατολική Ρωμυλία 1913 – Αθήνα 1975).Αρχιτέκτονας, πολεοδόμος και συγγραφέας. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και μετεκπαιδεύτηκε στο πολυτεχνείο Σαρλότενμπουργκ του Βερολίνου. Εργάστηκε στο υπουργείο… …   Dictionary of Greek

  • Δρόσος, Γεώργιος — (1912 – 1980). Δημοσιογράφος, πολιτευτής και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και οικονομικές και εμπορικές επιστήμες στη σχολή εμπορικών και οικονομικών επιστημών της Μασσαλίας. Εργάστηκε σε πολλές αθηναϊκές εφημερίδες και στη …   Dictionary of Greek

  • Λαλιώτης, Κώστας — (Δολιανά Αρκαδίας 1951 –). Πολιτικός. Ξεκίνησε σπουδές στην οδοντιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, τις οποίες δεν ολοκλήρωσε, εξαιτίας της ενασχόλησής του με την πολιτική. Συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα από τις τάξεις του ΠΑΚ και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”